- σπληνοκλειστία
- η, Νιατρ.1. παλαιότερη θεραπευτική μέθοδος που συνίστατο σε εγχείρηση και προσωρινή επικάλυψη τής σπλήνας με άσηπτη γάζα2. εξωπεριτοναϊκή μετεμφύτευση τμήματος τής σπλήνας κάτω από τον ορθό κοιλιακό μυ.
Dictionary of Greek. 2013.